Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(γένος τῶν ὀστρακοδέρμων

См. также в других словарях:

  • όστρεο — το (Α ὄστρεον και ὄστρειον) το στρείδι νεοελλ. στον πληθ. τα όστρεα γενική ονομασία για τα εδώδιμα είδη τού γένους Οστρέα αρχ. 1. (γενικά) το γένος τών οστρακοδέρμων («ἄλλο δὲ γένος... τὸ τῶν ὀστρακοδέρμων, ὅ καλεῑται ὄστρεον», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πτερασπίς — η, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων, χωρίς σιαγόνες, το οποίο ανήκει στην οικογένεια τών οστρακόδερμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteraspis (< πτερό + ασπίδα)] …   Dictionary of Greek

  • κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… …   Dictionary of Greek

  • μύσις — (I) η (ΑΜ μύσις, εως [μύω] το αποτέλεσμα τού μύω, η σύγκλειση τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος τού σώματος νεοελλ. η διαρκής στένωση τής κόρης τών οφθαλμών μσν. στενότητα νου, σκέψης. (II) η ζωολ. γένος οστρακοδέρμων, τύπος τής… …   Dictionary of Greek

  • κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»